πλεονασμός

πλεονασμός
πλεονασμός
superabundance
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλεονασμός — ο, ΝΜΑ [πλεονάζω] το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.) 2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία …   Dictionary of Greek

  • πλεονασμός — ο (γραμμ.), σχήμα λόγου με το οποίο μια έννοια αποδίδεται με περισσότερες λέξεις ή φράσεις: Να μην ξαναγίνει άλλη φορά, αντί: να μην ξαναγίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονασμοῖς — πλεονασμός superabundance masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμοί — πλεονασμός superabundance masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμοῦ — πλεονασμός superabundance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμούς — πλεονασμός superabundance masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῶ — πλεονασμός superabundance masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῶν — πλεονασμός superabundance masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῷ — πλεονασμός superabundance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμόν — πλεονασμός superabundance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”